- ψυχαριστής
- οθηλ. ψυχαρίστρια οπαδός του Ψυχάρη, άκρος δημοτικιστής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχαριστής — ο, θηλ. ψυχαρίστρια Ν οπαδός τού ψυχαρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ψυχάρης + ιστής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ψυχαρίζω — Ν (αμτβ.) (κυρίως για λογοτέχνη) ακολουθώ τις γλωσσικές απόψεις τού Γ. Ψυχάρη, είμαι ψυχαριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ψυχάρης. Το ρ., στον τ. τής μτχ. ψυχαρίζοντες, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ανατολή] … Dictionary of Greek